χελύδρα

χελύδρα
η, Ν
ζωολ. γένος εδώδιμων χελωνών τού γλυκού νερού, που απαντούν στη Βόρεια και στην Κεντρική Αμερική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chelydra].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χέλυδρος — ο, ΝΑ νεοελλ. παλαιότερη ονομασία τής νεροχελώνας χελύδρα αρχ. 1. είδος αμφίβιου φιδιού 2. είδος νεροχελώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελ τού χέλυς «χελώνα» + υδρος (< ύδωρ), πρβλ. χέρσ υδρος] …   Dictionary of Greek

  • χελυδρίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια χελωνών τών γλυκών νερών, με τυπικό εκπρόσωπο το γένος χελύδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chelydridae < χέλυδρος + κατάλ. ίδες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”